κρουστά

κρουστά
Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι τα σύγχρονα κ., το βασικό στοιχείο παραμένει η υποδήλωση του ρυθμού, που είναι το πρώτο και, πιθανότατα, το βασικότερο στοιχείο της μουσικής. Σήμερα τα κ. αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα κάθε συγκροτήματος μουσικών οργάνων. Τα κ. χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: στα ιδιόφωνα κ. (τρίγωνα, κουδούνες κ.ά.), όπου ο ήχος προέρχεται από την κρούση και τον παλμό του σώματος του οργάνου, και στα μεμβρανόφωνα κ. (γκρανκάσα, ταμπούρο, τουμπερλέκι κ.ά.), όπου ο ήχος προκύπτει από την κρούση μίας τεντωμένης μεμβράνης, ενώ ενισχύεται και διαχέεται μέσα από το σώμα του οργάνου. Για την κρούση χρησιμοποιούνται είτε τα γυμνά χέρια είτε διαφόρων ειδών μπαγκέτες από ξύλο ή μέταλλο. Το τονικό ύψος των οργάνων ποικίλλει, ενώ εμφανίζεται και στις δύο κατηγορίες. Τα κ. αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο τόσο της παγκόσμιας μουσικής παράδοσης όσο και των πιο έντεχνων μουσικών εκφράσεων. Κλασικά κ. Εισήχθησαν στην κλασική μουσική μάλλον από τον Ζαν Μπατίστ Λουλί στα τέλη του 17ου αι. Η κλασική συμφωνική ορχήστρα του 18ου αι. βασιζόταν κυρίως σε ένα είδος κ., τα επονομαζόμενα τύμπανα ορχήστρας, τα οποία ήταν ημισφαιρικού σχήματος και μεγάλου μεγέθους, εμφανίζονταν σε ζεύγη, τα έπαιζε ένας μόνο μουσικός και ήταν συνήθως κουρδισμένα κατά τέταρτες. Από τον 19o αι. και έπειτα η συμφωνική ορχήστρα εμπλουτίστηκε με μία μεγαλύτερη ποικιλία κ. οργάνων και περισσότερους (τρεις ή τέσσερις) μουσικούς. Τα κ. καλούνται ως το τρίτο τμήμα της συμφωνικής ορχήστρας. Παραδοσιακά κ. Στην εποχή μας η οικογένεια των κ. περιλαμβάνει όργανα αφρικανικής, νοτιοαμερικανικής και απωανατολικής προέλευσης, που έχουν γνωρίσει παγκόσμια αποδοχή. Η ποικιλία τους αποτρέπει έστω και την απλή αναφορά· ενδεικτικά αναφέρονται τα κ. της λατινοαμερικανικής μουσικής (μαράκες, μπόνγκος, timpales κ.ά.) και τα ιαπωνικά Kodo, τύμπανα μεγάλου μεγέθους. Στην Ελλάδα, τα κ. εμφανίζονται στη μουσική παράδοση πολλών περιοχών και οι επιρροές από την Ανατολή είναι σαφείς. Η ρυθμική τους συνοδεία είναι συνήθως λιτή και παγιωμένη (ντέφια, τουμπερλέκια), με εξαίρεση την έντονη ρυθμικότητα της μουσικής της Μακεδονίας και της Θράκης (νταούλια, τύμπανα και κύμβαλα). Σύγχρονα κ. Σήμερα, μία από τις βασικότερες κατηγορίες κ. είναι τα λεγόμενα ντραμς. Αποτελούν έναν συνδυασμό τυμπάνων και κυμβάλων, δίχως να αποκλείονται και άλλα όργανα (τρίγωνα, κουδούνια κ.ά.). Αναδείχθηκαν παράλληλα με την τζαζ μουσική και μεταπήδησαν και σε άλλα σύγχρονα είδη (ροκ, μπλουζ κ.ά.). Ο μουσικός χρησιμοποιεί εξίσου τα χέρια και τα πόδια του. Στα τζαζ σχήματα, τα κ. μαζί με το κοντραμπάσο, αποτελούν τον ρυθμικό τομέα (rhythm section). Η βασική μορφή τους παγιώθηκε σε μια γκρανκάσα (μεγάλο τύμπανο με ποδόπληκτρο), ένα ταμπούρο (τύμπανο με συρμάτινες χορδές που πάλλονται πάνω στη μεμβράνη) και ένα ή περισσότερα κύμβαλα. Ένας μόνο μουσικός παίζει όλα τα όργανα που συγκροτούν τα ντραμς, χρησιμοποιώντας ποδόπληκτρα, μπαγκέτες και μεταλλικές βούρτσες. Το συγκρότημα αυτό των κ., που γεννήθηκε μαζί με την τζαζ, έχει τον σπουδαιότατο ρόλο να κρατάει τον χρόνο, δηλαδή να δίνει τον ρυθμικό τονισμό πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η μουσική της ορχήστρας. Με την εξέλιξη της τζαζ, η τέχνη του μουσικού των κ. –ειδικά χάρη στους Τζιν Κρούπα, Τζο Τζόουνς και Μαξ Ρόουτς– τελειοποιήθηκε. Έτσι, ο ρόλος των κ. σήμερα δεν περιορίζεται πια μόνο στο ρυθμικό μέρος, αλλά έχει αποκτήσει μελωδική αυτονομία: στα διάφορα σόλο των κ., που ονομάζονται breaks, ο μοντέρνος μουσικός κατορθώνει να εκφράσει μία πραγματική και καθαρή μελωδία, όπως ακριβώς συμβαίνει με οποιαδήποτε από τα όργανα του μελωδικού τομέα (σαξόφωνο, τρομπέτα κ.ά.). Επιπρόσθετα, ιδιόφωνα κ. χρησιμοποιούνται και για την παραγωγή μελωδιών, όπως το βιμπράφωνο. Εξέλιξη των ντραμς αποτελούν τα ηλεκτρονικά κ., παρόμοια στο σχήμα και στον τρόπο παιξίματος, με τη διαφορά ότι ο ήχος δεν είναι φυσικός αλλά προαποφασισμένος από τον μουσικό σχετικά με τις ιδιότητές του. Ο Φιλ Κόλινς είναι από τους διασημότερους σύγχρονους ντράμερ (φωτ. ΑΠΕ). Γυναίκες παίζουν παραδοσιακά κινεζικά κρουστά (φωτ. ΑΠΕ). Τα κρουστά αποτελούν την αρχαιότερη κατηγορία μουσικών οργάνων (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
τα (AM κρουστά)
βλ. κρουστός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κρουστά — κρουστός played by striking neut nom/voc/acc pl κρουστά̱ , κρουστός played by striking fem nom/voc/acc dual κρουστά̱ , κρουστός played by striking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούστα — η (λ. λατ.) 1. στερεοποιημένη επιφάνεια ρευστής ή πολτώδους ουσίας, πέτσα, κόρα. 2. «φύλλο κρούστας», λεπτό φύλλο ζύμης που τοποθετείται ως επίστρωμα διάφορων γλυκισμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • κρουστός — ή, ό (AM κρουστός, ή, όν) [κρούω] (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση νεοελλ. 1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος 2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κρουσταίνω — (I) [κρουστός] κρουστιαίνω. (II) [κρούστα] πιάνω κρούστα …   Dictionary of Greek

  • κρουστοϋφαίνω — υφαίνω πυκνά, κρουστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κρουστά (< κρουστός) + υφαίνω] …   Dictionary of Greek

  • πέτσα — η, Ν 1. επιδερμίδα, δέρμα 2. λεπτό στρώμα σκληρότερο από το υπόλοιπο υλικό, στην επιφάνεια τού οποίου σχηματίζεται (α. «πέτσα τής πληγής» εφελκίδα β. «πέτσα στο γάλα [ή στην κρέμα]» κρούστα γ. «πέτσα τού ψωμιού» η κόρα) 3. φρ. α) «δεν έχω πέτσα»… …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”